- τριχοφυής
- -ές, ΝΑ1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυέςτο φυτό τριχομανές.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριχοφυές — τριχοφυής growing masc/fem voc sg τριχοφυής growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοφυεῖ — τριχοφυέω grow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) τριχοφυέω grow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) τριχοφυής growing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριχοφυής growing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοφυΐα — η, ΝΑ [τριχοφυής] έκφυση τριχών … Dictionary of Greek
τριχοφυώ — έω, Α [τριχοφυής] εκφύω τρίχες, βγάζω μαλλιά … Dictionary of Greek